Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ελπίδα


Ένα γιγαντιαίο «Γιατί» κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας. Τόσο κοφτερό όπως η λεπίδα της λαιμητόμου της επανάστασης του 1789. Εντάξει. Το ξέρουμε. Το βιώνουμε. Το κουβεντιάζουμε. Το αναπαράγουμε. Πως οι μηχανισμοί είναι παράλυτοι. Το πολιτικό σύστημα διεφθαρμένο, ανίκανο, τελειωμένο. Πως με τη φιλαυτία και την αρχομανία τους μας πήραν στον λαιμό τους. Αλλά γιατί αντίδραση ελάχιστη έως καμία; Γιατί δεν ρισκάρουμε να σηκωθούμε από τον καναπέ και να βγούμε από το καφενείο; Επειδή είμαστε τρομοκρατημένοι από τη χρεοκοπία. Επειδή αντέχουμε. Επειδή κι εμείς είμαστε χαλασμένοι, παρηκμασμένοι, διεφθαρμένοι. Η αλήθεια είναι ανατριχιαστική. Μεγάλοι εκείνοι. Μικροί εμείς. Η κλίμακα αλλάζει. Η ουσία ίδια σε κάθε κατηγορία. Μεγαλοαπατεώνες εκείνοι. Μικροαπατεώνες εμείς. Μεγαλοφοροφυγάδες εκείνοι. Μικροφοροφυγάδες εμείς. Μεγαλοδιαπλεκόμενοι εκείνοι. Μικροδιαπλεκόμενοι εμείς. Μεγαλοβολεμένοι εκείνοι. Κουτσοβολεμένοι εμείς. Αφεντικά εκείνοι. Καμαριέρες εμείς. Με το χοντρό πορτοφόλι εκείνοι. Με το φιλοδώρημα εμείς. Πελατειακό το σύστημα της Πολιτείας. Το ανεχτήκαμε, το στηρίξαμε, το ψηφίσαμε. Μην πας μακριά. Η διαστροφή των αξιών είναι πολύ κοντά. Με τα χέρια μας τη φυτέψαμε μέσα μας. Από Πολίτης έγινες πελάτης. Από Πατρίδα κατάντησε μαγαζί η φτωχή Ελλάδα η μικρή. Ετσι αγοραία η συνείδηση. Εκμαυλισμένη η ηθική. Ετσι εξαγορά αντί για ιδεολογία. Ετσι δούναι και λαβείν αντί για έλεγχο και αληθινή πολιτική. Ετσι όσο πέφτουν εκείνοι τόσο γκρεμιζόμαστε κι εμείς. Οσο σαπίζει το σύστημα τόσο σαπίζουμε κι εμείς. Κοινή λογική. Η διαλεκτική της απόλυτης παρακμής. Βρωμάει το ψάρι από το κεφάλι. Βρωμάει και η ουρά που το κρατάει. Ας πούμε ότι διά μαγείας φεύγουν εκείνοι. Τι κάνουμε εμείς; Θα βγάλουμε νέα ονόματα με την ίδια λογική. Μόνο η χρεοκοπία θα μας σώσει από τη σαπίλα. Τα χάνω όλα για να κερδίσω την αυτοεκτίμησή μου, τον αυτοσεβασμό μου, την αξιοπρέπειά μου και τη μαγκιά μου. Υπάρχει ελπίδα. Πεθαίνω για να ζήσω μια αληθινή Ζωή!

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Δημιουργία


Πάντα επίκαιρο το παρακάτω μεγαλειώδες κείμενο από το βιβλίο του Ιώβ, που διαβάζεται κάθε Μεγάλη Πέμπτη στα αναγνώσματα του Εσπερινού. Ο άνθρωπος της κάθε εποχής μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του στη θέση του Ιώβ, και να δεχθεί τα ερωτήματα του Θεού:

Τότε ο Θεός απάντησε στον Ιώβ μέσα από τον ανεμοστρόβιλο:
«Ποιος είσ’ εσύ που τα δικά μου σχέδια αμφισβητείς;
γιατί μιλάς για πράγματα που δεν καταλαβαίνεις;
Σαν άντρας τώρα ετοιμάσου, εμπρός!
Εγώ θα σε ρωτάω, κι εσύ θα μου αποκρίνεσαι:
Που ήσουν όταν εγώ θεμέλιωνα τη γη;
Πες μου το αν το γνωρίζεις.
Ξέρεις ποιος όρισε τις διαστάσεις της;
Ποιος τέντωσε σκοινί να τη μετρήσει;
Πάνω σε τι στηρίγματα μπήκαν τα θέμελά της
ή ποιος της τοποθέτησε το γωνιακό λιθάρι;
Τότε όλα τ’ άστρα της αυγής μαζί τραγούδαγαν
και σκόρπιζαν κραυγές χαράς όλα τα ουράνια όντα.
Ποιός περιόρισε τη θάλασσα με πύλες
σαν πρόβαλε απ’ τα μητρικά σπλάχνα της γης μ’ ορμή;
Εγώ την έντυσα με σύννεφα και τη σπαργάνωσα με ομίχλη.
Όρια της χάραξα, την κράτησα πίσω από πύλες κλειδαμπαρωμένες.
Της είπα: «Ως εδώ θα ’ρχεσαι, ούτε γραμμή πιο πέρα!
Εδώ θα σπάζουν τα περήφανά σου κύματα».
Μες τη ζωή σου πρόσταξες ποτέ τη μέρα να φανείς
ή μήπως είπες στην αυγή πού να προβάλει;
να πιάσει από τις άκρες της τη γη
να την τινάξει και οι ασεβείς να σκορπιστούνε;...
Μήπως προχώρησες ως τις πηγές της θάλασσας;
ή μήπως εξερεύνησες τα βάθη της αβύσσου;
Σου έδειξε ποτέ κανείς τις πύλες του θανάτου;
ήσουν εκεί απ’ όπου ξεκινά σκοτάδι αιώνιο;
Ξέρεις αλήθεια ως ποιο σημείο εκτείνεται η γη;
Απάντησέ μου αν όλ’ αυτά τα ξέρεις.
Ξέρεις το δρόμο για να φτάσεις στην κατοικία του φωτός;
και ξέρεις το σκοτάδι πού φωλιάζει;
Μπορείς τα δυο τους στου δρόμου τους το τέλος να τα πας,
και πάλι πίσω στην κατοικία τους να τα φέρεις;...»

[Ιώβ, κεφ. 38, από τη νεοελληνική έκδοση της Βιβλικής Εταιρείας, Αθήνα 1997]