"Τὰ λόγια τοῦ Παύλου καὶ τὰ συναισθήματά του γιὰ τὸ ἔθνος του [Ρωμ. θ΄ 2] ὑποδεικνύουν καὶ καθορίζουν τὴ στάσι τοῦ κάθε πιστοῦ ἀπέναντι τοῦ ἔθνους, στὸ ὁποῖο ἀνήκει. Βέβαια ὁ Χριστιανός, σὲ ὅποιο ἔθνος καὶ ἂν ἀνήκη, δὲν ξεχνᾶ ὅτι ἀνήκει πρῶτα-πρῶτα στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν νέο Ἰσραήλ. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν κάνει ἀδιάφορο γιὰ τὸ ἔθνος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται κατὰ σάρκα. Ὁ Χριστιανὸς ἀγαπᾶ τὸ ἔθνος του καὶ τὸ πονεῖ. Χαίρεται γιὰ τὶς προόδους του καὶ λυπᾶται γιὰ τὶς ἀτυχίες του, χωρὶς ὅμως νὰ ἐπαίρεται γι᾿ αὐτὸ ἀλαζονικὰ οὔτε νὰ περιφρονῆ καὶ νὰ μισῆ τὰ ἄλλα ἔθνη. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει ἰδιαιτέρως εἶναι ἡ πνευματικὴ κατάστασις τοῦ ἔθνους του. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ πίστεψε ἀκλόνητα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα καὶ σωτηρία, θέλει νὰ τὸν γνωρίσουν ὅλοι οἱ ὁμοεθνεῖς του καὶ νὰ τὸν κάνουν προσωπικό τους σωτῆρα. Χαίρεται λοιπόν, ὅταν βλέπη νὰ πιστεύουν ὁλοένα καὶ περισσότεροι συμπατριῶται του καὶ νὰ γίνωνται ἀγωνισταὶ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς· γιατὶ τότε καὶ τὸ ἔθνος στὸ σύνολό του συνδέεται στενότερα μὲ τὸν Θεὸ καὶ προάγεται πνευματικὰ καὶ εὐτυχεῖ. «Μακάριον τὸ ἔθνος οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ» (Ψαλμ. λβ΄ 12). Ἀντίθετα λυπᾶται καὶ πονεῖ, ὅταν βλέπη τοὺς ὁμοεθνεῖς του νὰ ἀπορρίπτουν τὸν Θεό, νὰ ἀποστατοῦν ἀπὸ τὸν νόμο του καὶ νὰ ποδοπατοῦν τὶς ἐντολές του· γιατὶ ξέρει ὅτι τὸ ἔθνος ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, βαδίζει πρὸς τὸν ἀφανισμὸ καὶ τὴν καταστροφή. Ἀλλὰ δὲν μένει σὲ αὐτὴ τὴ θεωρητικὴ καὶ συναισθηματικὴ στάσι ὁ Χριστιανός. Προχωρεῖ καὶ σὲ ἔργα. Κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιὰ τὴ διάδοσι τῆς χριστιανικῆς πίστεως μεταξὺ τῶν ὁμοεθνῶν του· καὶ προσεύχεται θερμὰ γιὰ τὴν πρόοδο τῶν πιστῶν καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν πεπλανημένων καὶ ἀδιαφόρων, ὥστε τὸ ἔθνος νὰ γίνη «λαὸς Θεοῦ»."
[π. Κων. Παπαγιάννη. Ομιλίες στην προς Ρωμαίους επιστολή. Υπό έκδοση]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου