«Όποιος παραμορφώσει τον εαυτό του με τα κοσμικά πράγματα, ακόμη και με τα χειρότερα, έχει ελπίδα ν’ αλλάξει, να έλθει σε μετάνοια, να έλθει σε συναίσθηση, όπως και ο άσωτος, και να σωθεί. Όποιος όμως ως χριστιανός παραμορφωθεί – τάχα αυτό που σκέπτεται αυτός, τάχα αυτό που κάνει αυτός, τάχα αυτό που φρονεί αυτός είναι το σωστό και παραμορφώσει τον εαυτό του – δεν αλλάζει. Δεν μπορώ να πω ότι είναι αδύνατον, αλλά πολύ δύσκολα. Σε τελευταία ανάλυση, γιατί τα παίρνουν έτσι οι άνθρωποι; Διότι έχουν μέσα τους καταστάσεις αμαρτωλές, υπερηφάνειες και τα λοιπά, δεν θέλουν να αλλάξουν και άμα τα πάρουν έτσι τα πράγματα βολεύονται. Αυτό τελικά σημαίνει ότι νομιμοποιούν την υπερηφάνειά τους, την καλή ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους, νομιμοποιούν την όλη αμαρτωλή κατάσταση που έχουν μέσα τους, την όλη αρνητική στάση τους ενώπιον του Θεού και την όλη ανταρσία τους. Τα νομιμοποιούν αυτά. Τα νομιμοποιούν με χριστιανικά πράγματα, με το χριστιανικό πνεύμα, με τη Χάρι, ας πούμε έτσι, οπότε ο άνθρωπος ύστερα δεν γιατρεύεται. […] Κάθε μέρα το βλέπουμε αυτό. Ευκολότερα μπορείς να πείσεις έναν κοσμικό άνθρωπο, που ξέρει ότι αυτό που κάνει δεν είναι καλό – βέβαια στην αρχή κι εκείνος αντιδρά, όμως δεν θα δυσκολευθεί τελικά να πει «Ναι, πάτερ, δεν είναι καλό· αλλά τι να κάνω; Να, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» -- ευκολότερα, επαναλαμβάνω, θα πείσεις έναν τέτοιον, παρά έναν χριστιανό ο οποίος ζει μέσα στην πλάνη. Όχι πλάνη δογματική, αλλά βιωματική πλάνη. Ζει μέσα σε μια πλάνη: δηλαδή έτσι που του το λέει ο εγωισμός του, έτσι που του το λέει η δική του γνώμη, έτσι όπως του το λέει η δική του αυτοδικαίωση. Πολύ δύσκολο να το πείσεις αυτόν να καταλάβει ότι πέφτει έξω, ότι χάνεται έτσι όπως πορεύεται, ότι εγκληματεί απέναντι στον εαυτό του, ότι κάνει πολλή ζημιά».
[π. Συμεών Κραγιοπούλου. Συνάξεις Τριωδίου Α΄. Κάνοντας αρχή. Πανόραμα 1999, σελ. 158-159]