«Έτσι και για μας τους Έλληνες. Περάσανε από την πλάτη μας άγριες ανεμοζάλες κάθε λογής, αγριανθρώποι σκληροί, φονιάδες με σπαθιά, με κοντάρια και μ’ άρματα κάθε λογής, Πέρσες, Αλαμάνοι, Φράγκοι, Αραπάδες, Τούρκοι κι άλλοι. Μας σφάζανε, μας κομματιάζανε, μας κρεμάζανε, μας σουβλίζανε, μα δεν πεθάναμε, γιατί μας ατσάλωνε ο αγώνας, δίναμε φωτιά στη φωτιά, είχαμε να κάνουμε με οχτρούς φανερούς και σκληρούς.
Τώρα όμως, στον σημερινό καιρό, οι εχθροί αλλάξανε όψη, γινήκανε κρυφοδαγκανιάρηδες, με το χαμόγελο στα χείλια, φίλοι δολεροί, που φαίνουνται άβλαβοι, μάλιστα κι ευεργέτες και καλόβουλοι. Τέτοια είναι τα αγαθά που έρχουνται με τις μηχανές και με τις άλλες ευκολίες, τα ηλεκτρικά πλυντήρια, τ’ αεροπλάνα, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η γύμνια και τα μπαιν-μιξτ, και τάλλα που θα μας ξεπαραλύσουν και θα μας αφήσουνε χωρίς θρησκεία, χωρίς παράδοση, χωρίς οικογένεια, χωρίς τίποτα δικό μας».
[Φ. Κόντογλου, Μυστικά Άνθη, Εκδόσεις Αστήρ 1977, σ. 12].